Όταν αισθάνθηκες το φως
να σε ακουμπά
απαλά θυμήθηκες την τρυφερότητα.
Γύρισες την πλάτη ,ξέχασες πως μοιάζει.
Μέσα στην νύχτα περπατάς αναζητόντας τρυφερότητα.
ακούς , παρατηρείς , οσφρίζεσαι ακουμπάς , γεύεσαι , νιώθεις.
Θορυβήθηκες από μουγκές λέξεις,
Ανθρώπων κουφών που σπαταλούν μία ζωή μιλώντας και φωνάζοντας.
Σε γαλήνεψε όμως ο ήχος του μυαλού της.
Τυφλώθηκες από μικροπρέπειες που ανοίγονται στο επίπεδο
σαν ζωίφια που αναζητούν κουφάρι.
Σου ψιθύρησε χωρίς να μιλά, που πρέπει να κοιτάς.
Μύρισες θυμίαμα κηδείας,
Τρόμαξες μα κατάλαβες ,
το κάλπικο δάκρυ του κόσμου.
Το άρωμα της όμως , ανάμνηση γλυκειά.
Στήριγμα έγινες όπου επέλεξες
στηριγμα βρήκες και στήριγμα δεν έδωσες.
Στήριγμα σου δωσε φιλικό κι εσυ δεν ντράπηκες.
Τη πίκρα γεύτηκες για κάποιον λόγο,
πίκρα που γνώρισες από χαρά.
Γεύτηκες έρωτα στερημένο με χαμόγελο.
Ακραία ηδονή η άυλη υπόσταση της.
Ένιωσες μόνος μέσα στους φίλους.
Και πάλι μόνος νιώθεις.
Ναρκομανής κατάντησες τη δόση σου ζητάς στα μάτια της.
Οπώς το φως γλυκαίνει το απόγευμα
το προσωπό της χαράχθηκε στη καρδία,
και οι αισθήσεις όλες εικόνα ανείπωτη, ζωγραφιά ακατόρθωτη, μοναδική.
Όταν αισθάνθηκες το φως να σε ακουμπά
απαλά θυμήθηκες την τρυφερότητα.
Γύρισες την πλάτη ,ξέχασες πως μοιάζει.
Περίμενες το φως να δύσει κι έφυγες.
Πώς να ακουμπήσεις την ομρφία του;
Πώς να το βρεις με τις αισθήσεις;
Ακατόρθωτο και απροσέγγιστο.
Ξέχνα το ... γιατί μετά το πρωινό, ακολουθεί νυχτιά κατάμαυρη
κι αν από αυτό εξαρτηθείς πόνο βουβό θα υποστείς.
Το μόνο που ελπίζεις,
Να σε αγγίξει ξανά
Και σε άλλα μέρη ϊσως το φως της να σε κοιτά παντοτινά.
Magnus Peccator , Άμον Φ
απαλά θυμήθηκες την τρυφερότητα.
Γύρισες την πλάτη ,ξέχασες πως μοιάζει.
Μέσα στην νύχτα περπατάς αναζητόντας τρυφερότητα.
ακούς , παρατηρείς , οσφρίζεσαι ακουμπάς , γεύεσαι , νιώθεις.
Θορυβήθηκες από μουγκές λέξεις,
Ανθρώπων κουφών που σπαταλούν μία ζωή μιλώντας και φωνάζοντας.
Σε γαλήνεψε όμως ο ήχος του μυαλού της.
Τυφλώθηκες από μικροπρέπειες που ανοίγονται στο επίπεδο
σαν ζωίφια που αναζητούν κουφάρι.
Σου ψιθύρησε χωρίς να μιλά, που πρέπει να κοιτάς.
Μύρισες θυμίαμα κηδείας,
Τρόμαξες μα κατάλαβες ,
το κάλπικο δάκρυ του κόσμου.
Το άρωμα της όμως , ανάμνηση γλυκειά.
Στήριγμα έγινες όπου επέλεξες
στηριγμα βρήκες και στήριγμα δεν έδωσες.
Στήριγμα σου δωσε φιλικό κι εσυ δεν ντράπηκες.
Τη πίκρα γεύτηκες για κάποιον λόγο,
πίκρα που γνώρισες από χαρά.
Γεύτηκες έρωτα στερημένο με χαμόγελο.
Ακραία ηδονή η άυλη υπόσταση της.
Ένιωσες μόνος μέσα στους φίλους.
Και πάλι μόνος νιώθεις.
Ναρκομανής κατάντησες τη δόση σου ζητάς στα μάτια της.
Οπώς το φως γλυκαίνει το απόγευμα
το προσωπό της χαράχθηκε στη καρδία,
και οι αισθήσεις όλες εικόνα ανείπωτη, ζωγραφιά ακατόρθωτη, μοναδική.
Όταν αισθάνθηκες το φως να σε ακουμπά
απαλά θυμήθηκες την τρυφερότητα.
Γύρισες την πλάτη ,ξέχασες πως μοιάζει.
Περίμενες το φως να δύσει κι έφυγες.
Πώς να ακουμπήσεις την ομρφία του;
Πώς να το βρεις με τις αισθήσεις;
Ακατόρθωτο και απροσέγγιστο.
Ξέχνα το ... γιατί μετά το πρωινό, ακολουθεί νυχτιά κατάμαυρη
κι αν από αυτό εξαρτηθείς πόνο βουβό θα υποστείς.
Το μόνο που ελπίζεις,
Να σε αγγίξει ξανά
Και σε άλλα μέρη ϊσως το φως της να σε κοιτά παντοτινά.
Magnus Peccator , Άμον Φ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου