Ξεκίνησα να γράφω, ώρα δέκα και μισή, να συνεχίσω θέλω,
μα η έμπνευση πληρώνεται χρυσή, ο κόσμος γύρω πεινασμένος
και εγώ είμαι μόνος σαν την στάλα της βροχής την Άνοιξη.
Πλησίασε, όσο μπορείς πλησίασε δεν σε πληγώνω.
Πλησίασε, αν μπορείς πλησίασε, παγώνω.
Το σκοτάδι έχει πέσει εδώ και πόση ώρα,
το μυαλό μου έχει στερέψει και ο ειρμός με προσπερνά
το πάθος μου με πλημμυρίζει όπως η λάβα τα βουνά,
σε ψάχνω στη πλατεία, στα στενά
μα η ύπαρξη σου πουθενά.
Πλησίασε, όσο μπορείς πλησίασε, χωρίς εσένα λιώνω.
Πλησίασε, όσο μπορείς πλησίασε, δεν σε πληγώνω.
Καλά το λένε οι φίλοι μου, σπάσε αυτό το τείχος,
δεν περνά. Τα λόγια τους είναι στο πουθενά,
γιατί το σώμα μου γερνά και ο γιος μου ζητάει τον μπαμπά,
έλα γλυκιά μου πιο κοντά ειδάλλως φύγε μακριά.
Φύγε μακριά, όσο μπορείς πιο μακριά, δεν μετανιώνω.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΓΚΕΡΛΙΩΤΗΣ
μα η έμπνευση πληρώνεται χρυσή, ο κόσμος γύρω πεινασμένος
και εγώ είμαι μόνος σαν την στάλα της βροχής την Άνοιξη.
Πλησίασε, όσο μπορείς πλησίασε δεν σε πληγώνω.
Πλησίασε, αν μπορείς πλησίασε, παγώνω.
Το σκοτάδι έχει πέσει εδώ και πόση ώρα,
το μυαλό μου έχει στερέψει και ο ειρμός με προσπερνά
το πάθος μου με πλημμυρίζει όπως η λάβα τα βουνά,
σε ψάχνω στη πλατεία, στα στενά
μα η ύπαρξη σου πουθενά.
Πλησίασε, όσο μπορείς πλησίασε, χωρίς εσένα λιώνω.
Πλησίασε, όσο μπορείς πλησίασε, δεν σε πληγώνω.
Καλά το λένε οι φίλοι μου, σπάσε αυτό το τείχος,
δεν περνά. Τα λόγια τους είναι στο πουθενά,
γιατί το σώμα μου γερνά και ο γιος μου ζητάει τον μπαμπά,
έλα γλυκιά μου πιο κοντά ειδάλλως φύγε μακριά.
Φύγε μακριά, όσο μπορείς πιο μακριά, δεν μετανιώνω.
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΓΚΕΡΛΙΩΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου