Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ



Ένα βράδυ στάθηκε εμπρός μου στο έρημο μπαλκόνι, με συναισθήματα γεμάτος, έστριψε ένα τσιγάρο και στο ποτήρι του το αδειανό βρέθηκε να κοιτά απελπισμένος, μού διηγήθηκε την ιστορία του στα παρακάτω λόγια:


«Το ποτήρι αυτό που βλέπεις άδειο, έτσι και εκείνη με ήπιε χθες και χωρίσαμε για πάντα, καθώς περπατάγαμε ευτυχισμένοι και αφελείς όπως πάντα, καθίσαμε στο παγκάκι και μου είπε τα άσχημα μαντάτα, εμείς οι δύο δεν θα είμαστε μαζί, οι γονείς μου αποφασίσανε να με παντρέψουνε με κάποιον της δικής μου φατριάς, με παίρνουν από κοντά σου, μου ‘πε και δεν με κοίταξε στα μάτια, σε αγαπώ και θέλω να σε πάρω είπα και δεν λογίζω κανένα Θεό και άνθρωπο, μείνε μαζί μου και δεν θα σου λείψει τίποτα, μα εκείνη σηκώθηκε και κίνησε για το σπίτι, στο δρόμο της έπιασα το χέρι και τη ρώτησα που πας; Δεν νιώθεις πόνο; Αμίλητη, συνέχισε τον δρόμο και εγώ στο κατόπι της να μονολογώ, τι μαχαιριά μου έδωκες αγάπη μου και τι βαρύς ο καημός».

Καθώς μου τα διηγούνταν, κύλησε ένα δάκρυ από τα μάτια μου, έβαλα να πιούμε μα εκείνος ταξίδευε στα μονοπάτια της ψυχής, αμήχανος και πονεμένος με την μαύρη μοίρα του, «πάρε μια ανάσα, πιες μια γουλιά και συνέχισε» του είπα. Δίχως να με κοιτάξει και να αλλάξει βλέμμα, στόλισε τη νύχτα με αστέρια, συνεχίζοντας την ιστορία του:

«Συνεχίζοντας το περπάτημα σε βήμα αργό, σαν να περιφέραμε την αγάπη μας σε Επιτάφιο, εκείνη δεν άντεξε, γονάτισε και έβαλε τα κλάματα. Γνώριζα εξ’ αρχής ότι δεν ήταν στο χέρι της να αποφύγει τον καταδικασμένο γάμο, γονάτισα και εγώ μαζί της, την πήρα αγκαλιά και της ορκίστηκα στην ζωή μου ότι δεν θα την προδώσω ποτέ, τραβήχτηκε από μένα και φώναξε ότι δεν θέλει όρκους μήτε πράξεις, ήξερε καλά ότι θα έδινα και την ζωή μου για να προχωρήσουμε μαζί στα μονοπάτια της ζωής, η απόφαση είχε πια παρθεί, δεν μιλήσαμε πολύ, φτάσαμε στο δέντρο που είχαμε πρώτοφιληθεί, αγκαλιαστήκαμε, ανταλλάξαμε το τελευταίο μας φιλί και χωριστήκαμε».

Τώρα επικρατεί σιωπή, σε αυτό το ψηλό μπαλκόνι, δύο φίλοι μοναχοί και χαροκαμένοι από του έρωτα τα βέλη, πίναμε ως το πρωί αμίλητοι, η μέρα πέρασε σαν να ήτανε ρυάκι και το βράδυ που ‘ρθε πάλι, το κορμί του δεν μπόρεσε να σηκώσει, λες και ήτανε τσουβάλι, μου είπε:

«Φίλε φύγε δεν έχω άλλο μπουκάλι, τούτη την ώρα που σου μιλώ, εκείνη περνάει στεφάνι, δεν μπορώ πια τον κόσμο να αντικρύσω, πάω να εξοριστώ μακριά στα ξένα, ούτε εκείνη να ξαναδώ, ούτε και εσένα».

Πριν προλάβω να του πω πόσο τον καταλαβαίνω, ξύπνησα από τον ύπνο μου και κατάλαβα ότι όλα ήταν ένα όνειρο κακό, σαν να ήταν ψέμα. Σηκώθηκα ευθύς να ντυθώ και να πάω να την βρω και να της πω τι νιώθω μα πάλι φοβήθηκα τον κακό μου εαυτό.

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΓΚΕΡΛΙΩΤΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου